- συνδῆσαι
- συνδέομαιjoin in entreatingaor inf actσυνδέωbindaor inf actσυνδέωbindaor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεμβλάσαι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «συνδῆσαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. συνδέεται με το ρ. μέμβλομαι*] … Dictionary of Greek
συνδέω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνδέω Α [δέω (II) / δένω] 1. ενώνω, δένω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα με σκοπό τη συγκράτησή τους 2. συνάπτω πνευματικούς, ψυχικούς ή άλλους δεσμούς ή και συμφέροντα με κάποιον (α. «τούς συνδέει στενή φιλία» β. «τὸ μὲν γὰρ… … Dictionary of Greek